υποερυθραιμία

υποερυθραιμία
η, Ν
ιατρ. η ελάττωση τού αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων τού αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ερυθραιμία. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. hypoglobulie].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”